- γαλήνευση
- και γαλήνεψη, ητο γαλήνεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθησύχαση — η 1. κατευνασμός, καταπράυνση 2. ψυχική αταραξία, γαλήνευση, απαλλαγή από δυσάρεστα και ανησυχητικά συναισθήματα, ανακούφιση, ξαλάφρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθησυχάζω. Η λ., στον λόγιο τ. καθησύχασις, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν … Dictionary of Greek
κατάπαυση — ἡ (AM κατάπαυσις) [καταπαύω] 1. τέλεια παύση, σταμάτημα, λήξη, τελειωμός, οριστικός τερματισμός («κατάπαυση εχθροπραξιών») μσν. αρχ. 1. καθησυχασμός, ηρέμηση, γαλήνευση, ησυχία, ανάπαυση 2. τόπος αναπαύσεως και ησυχίας, ησυχαστήριο 3. ο τόπος τής … Dictionary of Greek
καταπαυστήριον — καταπαυστήριον, τὸ (Α) (ιδίως για ψυχική ταραχή) το μέσο ή το όργανο που χρησιμοποιείται για κατάπαυση ή γαλήνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παυστήριον (ουδ. τού παυστήριος < παυστήρ < παύω)] … Dictionary of Greek
καταπαυστικός — καταπαυστικός, ή, όν (Α) [καταπαύω] αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να καταπαύει, να επιφέρει γαλήνευση, λήξη τού κακού … Dictionary of Greek
καταπράυνση — η (Α καταπράϋνσις) [καταπραΰνω] καθησύχαση, ανακούφιση, κατευνασμός, γαλήνευση … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
Καλημέρης — I Επώνυμο οικογένειας από τη Μάνη, μέλη της οποίας αναφέρεται ότι πήραν μέρος στην απελευθερωτική προσπάθεια του δούκα του Νεβέρ (1612). Αργότερα, απόγονοί της μετανάστευσαν στην Κορσική, όπου αποτέλεσαν τη μανιάτικη αποικία των Καρυών. Άλλοι… … Dictionary of Greek
καθησυχαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συντελεί στην καταπράυνση και γαλήνευση: Οι ειδήσεις που είχαμε από το μέτωπο ήταν καθησυχαστικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)